Τοποθέτηση μόνιμου φλεβοκαθετήρα.
Σε παθήσεις που για την αντιμετώπιση τους χρειάζεται να γίνεται συχνά και επί μακρόν παρακέντηση φλεβών για χορήγηση φαρμάκων ή ορών ( όπως π.χ. στη χημειοθεραπεία για καρκίνο), οι ασθενείς ταλαιπωρούνται με τα πολλαπλά “τσιμπήματα”, αλλά και με την αυξανόμενη με την πάροδο του χρόνου δυσκολία να βρεθεί και να παρακεντηθεί περιφερική φλέβα.
Η λύση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να τοποθετηθεί ένας φλεβικός καθετήρας σε μία μεγάλη φλέβα, ο οποίος να παραμείνει στο σώμα και προφυλαγμένος από μολύνσεις να επιτρέπει τη χορήγηση της αγωγής εύκολα και χωρίς περιττή ταλαιπωρία των ασθενών.
Για την τοποθέτηση κεντρικού μόνιμου φλεβοκαθετήρα δεν χρειάζεται ειδική προετοιμασία, αλλά πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες που υπάρχουν όταν οι ασθενείς είναι ήδη καταπονημένοι από μακροχρόνιες αγωγές.
Συνηθέστερη φλέβα που επιλέγεται για να παρακεντηθεί είναι η υποκλείδιος. Σε αυτήν εισάγεται, από πεπειραμένο σε αυτή την πρακτική γιατρό, με τη βοήθεια ειδικού συρμάτινου οδηγού ο φλεβοκαθετήρας και η άλλη του άκρη, που έχει μία ειδική απόληξη που επιτρέπει την πολλαπλή παρακέντηση της χωρίς προβλήματα, τοποθετείται, μετά τη σχετική χειρουργική προετοιμασία, κάτω από το δέρμα στην πρόσθια επιφάνεια του άνω τμήματος του θωρακικού τοιχώματος, κοντά στην περιοχή που έγινε η παρακέντηση της φλέβας, πιο κάτω από την κλείδα.
Η επέμβαση γίνεται με τοπική αναισθησία.
Η σωστή θέση του άκρου του καθετήρα που, έχει προωθηθεί πιο προς τα μέσα, κοντύτερα προς την καρδιά, ελέγχεται με απλή ακτινογραφία του θώρακος. Εφόσον η θέση είναι σωστή, δεν έχει δημιουργηθεί κάποιο μεγάλο αιμάτωμα στην περιοχή της παρακέντησης και εμφύτευσης του περιφερικού άκρου του φλεβοκαθετήρα και ο καθετήρας ελεγχθεί ότι λειτουργεί χωρίς προβλήματα, οι ασθενείς μπορούν να λάβουν εξιτήριο.
Οι ασθενείς επικοινωνούν με το θεράποντα γιατρό αν παρατηρήσουν σημεία φλεγμονής στην περιοχή της επέμβασης ( ερυθρότητα, πόνο, πρήξιμο και αυξημένη τοπικά θερμοκρασία). Επίσης αν τυχόν παρουσιάσουν πυρετό που δεν υποχωρεί γρήγορα.
Η λύση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να τοποθετηθεί ένας φλεβικός καθετήρας σε μία μεγάλη φλέβα, ο οποίος να παραμείνει στο σώμα και προφυλαγμένος από μολύνσεις να επιτρέπει τη χορήγηση της αγωγής εύκολα και χωρίς περιττή ταλαιπωρία των ασθενών.
Για την τοποθέτηση κεντρικού μόνιμου φλεβοκαθετήρα δεν χρειάζεται ειδική προετοιμασία, αλλά πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες που υπάρχουν όταν οι ασθενείς είναι ήδη καταπονημένοι από μακροχρόνιες αγωγές.
Συνηθέστερη φλέβα που επιλέγεται για να παρακεντηθεί είναι η υποκλείδιος. Σε αυτήν εισάγεται, από πεπειραμένο σε αυτή την πρακτική γιατρό, με τη βοήθεια ειδικού συρμάτινου οδηγού ο φλεβοκαθετήρας και η άλλη του άκρη, που έχει μία ειδική απόληξη που επιτρέπει την πολλαπλή παρακέντηση της χωρίς προβλήματα, τοποθετείται, μετά τη σχετική χειρουργική προετοιμασία, κάτω από το δέρμα στην πρόσθια επιφάνεια του άνω τμήματος του θωρακικού τοιχώματος, κοντά στην περιοχή που έγινε η παρακέντηση της φλέβας, πιο κάτω από την κλείδα.
Η επέμβαση γίνεται με τοπική αναισθησία.
Η σωστή θέση του άκρου του καθετήρα που, έχει προωθηθεί πιο προς τα μέσα, κοντύτερα προς την καρδιά, ελέγχεται με απλή ακτινογραφία του θώρακος. Εφόσον η θέση είναι σωστή, δεν έχει δημιουργηθεί κάποιο μεγάλο αιμάτωμα στην περιοχή της παρακέντησης και εμφύτευσης του περιφερικού άκρου του φλεβοκαθετήρα και ο καθετήρας ελεγχθεί ότι λειτουργεί χωρίς προβλήματα, οι ασθενείς μπορούν να λάβουν εξιτήριο.
Οι ασθενείς επικοινωνούν με το θεράποντα γιατρό αν παρατηρήσουν σημεία φλεγμονής στην περιοχή της επέμβασης ( ερυθρότητα, πόνο, πρήξιμο και αυξημένη τοπικά θερμοκρασία). Επίσης αν τυχόν παρουσιάσουν πυρετό που δεν υποχωρεί γρήγορα.