Οι περισσότεροι συνδέουν την εξάλειψη του πόνου με τη χορήγηση φαρμάκων από το στόμα ή με ένεση και δεν έχουν άδικο, αφού στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων (85-90%), έτσι αντιμετωπίζονται οι διάφοροι πόνοι, όπως και ο μετεγχειρητικός πόνος. Τα τελευταία χρόνια έχουν ευρύτερα διαδοθεί για χρόνιες παθήσεις που δημιουργούν έντονους πόνους και τα αναλγητικά που χορηγούνται από το δέρμα (με τα ειδικά εμποτισμένα σε παυσίπονο φάρμακο διαδερμικά επιθέματα).
Δυστυχώς, όμως, μερικές φορές, η πάθηση που δημιουργεί τον πόνο είναι δυσίατη και ο πόνος επίμονος και πολύ δυνατός. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όπου η φαρμακευτική αγωγή με τις κλασικές μεθόδους δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα, βρίσκουν εφαρμογή πρόσθετες αναλγητικές πρακτικές, γνωστές ως επεμβατικές αναλγητικές μέθοδοι.
Έχει φανεί πως η χρήση επεμβατικών μεθόδων στο πλαίσιο μίας πολυπαραγοντικής αντιμετώπισης του πόνου, όταν γίνεται από εξειδικευμένους γιατρούς ( αναισθησιολόγοι - αλγολόγοι) με μεγάλη σχετική εμπειρία, μπορεί να προσφέρει σε ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών ανακούφιση από τον επίμονο και ανθεκτικό σε άλλες θεραπείες πόνο. Η ανάπτυξη των ιατρείων πόνου προσέφερε το οργανωτικό πλαίσιο για την εξειδίκευση ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού στην αντιμετώπιση του πόνου.
Βασική προϋπόθεση για την επιτυχία των επεμβατικών μεθόδων είναι η καλή συνεργασία των ασθενών, που με τη σειρά της προϋποθέτει ότι αυτοί έχουν ενημερωθεί επαρκώς για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της μεθόδου που έχει επιλέξει γι’ αυτούς ο ειδικός γιατρός και για το πως μπορούν να προσαρμοστούν και να βοηθήσουν κατάλληλα.
Ως επεμβατική ορίζεται κάθε διαγνωστική ή θεραπευτική παρέμβαση που παραβιάζει την ακεραιότητα του περιβλήματος του σώματος, όπως όταν γίνεται χρήση νυστεριού ή βελόνας. Οι επεμβατικές μέθοδοι αναλγησίας στοχεύουν στην ανακούφιση του πόνου με τη χορήγηση φαρμάκων, όπως π.χ. τοπικά αναισθητικά, κορτιζονούχα, νευρολυτικά (αιθανόλη) ή με μικροχειρουργικές πρακτικές που στοχεύουν σε περιοχές του κεντρικού και περιφερικού νευρικού συστήματος ( περιφερικά νεύρα).
Οι ενδείξεις για τέτοιου είδους επεμβατικές διαδικασίες αφορούν επίμονους ισχυρούς πόνους που είναι συχνοί στη νόσο του καρκίνου, στην όσφυο- ισχιαλγία, σε αυχενικό σύνδρομο, μετά από εγχειρήσεις, σε διάφορες νευραλγίες ( π.χ. τριδύμου, μεθερπητική νευραλγία) κ.λ.π.
Οι διάφορες επεμβατικές μέθοδοι διαφέρουν στις επιμέρους τεχνικές τους.
Μία τεχνική είναι η τοποθέτηση ειδικού καθετήρα στα περιβλήματα του νωτιαίου μυελού και η έγχυση εντός αυτών αναλγητικών φαρμάκων. Αυτού του είδους η παρέμβαση μπορεί να γίνει αφήνοντας τον καθετήρα μέσα στους χώρους που υπάρχουν μεταξύ των περιβλημάτων του νωτιαίου μυελού και συνδέοντας το άλλο άκρο του καθετήρα με ένα μηχάνημα που χορηγεί το φάρμακο όταν ο ασθενής αισθανθεί να επανέρχεται ο πόνος του. Αυτή η ελεγχόμενη από τον ασθενή αναλγησία, μπορεί να γίνει και στο σπίτι, αρκεί ο ασθενής να ακολουθεί πιστά τις οδηγίες των θεραπόντων ιατρών του.
Μία άλλη τεχνική είναι να χορηγηθούν τα κατάλληλα φάρμακα ( π.χ. τοπικά αναισθητικά, κορτιζονούχα, αιθανόλη), μέσω ειδικών καθετήρων σε επιλεγμένα σημεία του σώματος όπου υπάρχουν τμήματα του νευρικού συστήματος που μεταφέρουν το ερέθισμα του πόνου από την περιοχή που δημιουργείται στον εγκέφαλο ( εκεί δηλ. όπου γίνεται αντιληπτό αυτό το δυσάρεστο αίσθημα). Επηρεάζοντας το μέσο με το οποίο μεταδίδεται και γίνεται αντιληπτός ο πόνος στον εγκέφαλο, ο ασθενής παύει πλέον να τον αισθάνεται ή τον αισθάνεται ελάχιστα. Τέτοια σημεία στη μετάδοση του αισθήματος του πόνου είναι το στέλεχος κάποιου νεύρου ή κάποιο γάγγλιο του συμπαθητικού συστήματος. Το που ακριβώς βρίσκονται αυτά τα σημεία στα οποία πρέπει να χορηγηθεί το φάρμακο είναι γνωστό στους ειδικούς, ενώ συχνά μπορεί να εντοπιστούν και με τη βοήθεια υπερήχων. Εξάλλου, συχνά, για να βεβαιωθεί ο ειδικός γιατρός ότι η βελόνα ή ο καθετήρας βρίσκονται στη σωστή θέση, πριν χορηγήσει το κατάλληλο φάρμακο, κάνει μία προσομοίωση του αποτελέσματος χορηγώντας τοπικό αναισθητικό, οπότε ο ασθενής νοιώθει τις αισθητικές απώλειες που προκαλούνται από το αναισθητικό στην περιοχή που πονά.
Μία προσθετη επεμβατική αναλγητική τεχνική για να μειωθεί ή να εξαλειφθεί το αίσθημα του πόνου, ένα είδος απονεύρωσης, είναι να “καταστραφούν” νευρικά στελέχη κοντά στην περιοχή όπου παράγεται ο πόνος μέσω ειδικών βελονών από τις οποίες περνούν ραδιοκύματα που προκαλούν αύξηση της θερμοκρασίας και θερμική καταστροφή των ιστών που έχουν επιλεχθεί να καταστραφούν Αντί για την πλήρη καταστροφή, με παρόμοια μεθοδολογία, μπορεί να προκληθούν βλάβες στα νεύρα τέτοιες που να εμποδίζουν μόνο την μετάδοση του αισθήματος του πόνου.
Τέλος, υπάρχουν και οι χειρουργικές ή μικροχειρουργικές παρεμβάσεις που χρησιμοποιούνται ολοένα και πιο σπάνια, στο βαθμό που οι προαναφερθείσες τεχνικές με τις στοχευμένες φαρμακευτικές χορηγήσεις έχουν βελτιώσει τον έλεγχο του πόνου κατά πολύ. Οι χειρουργικές ή μικροχειρουργικές θεραπείες είναι η χορδοτομή, η ριζοτομή κ.α. Αυτές συνοδεύονται από περισσότερες επιπλοκές και από επάνοδο του πόνου.
Οι επεμβατικές αναλγητικές πρακτικές πρέπει να γίνονται σε χειρουργικές αίθουσες, που εξασφαλίζουν τις καλύτερες προϋποθέσεις ασηψίας και ασφάλειας των ασθενών. Λίγες ώρες μετά την εφαρμογή της επεμβατικής μεθόδου, ο ασθενής μπορεί να λάβει εξιτήριο, αφού ελεγχθεί από τον ειδικό για τον πόνο γιατρό τόσο για η αποτελεσματικότητα της αναλγησίας όσο και η απουσία κάποιας επιπλοκής που χρήζει εντατικότερης επίβλεψης.
Ο θεράπων γιατρός θα καθορίσει το τι πρέπει να προσέχει ο ασθενής όταν αυτός επιστρέψει στην οικία του.
Δυστυχώς, όμως, μερικές φορές, η πάθηση που δημιουργεί τον πόνο είναι δυσίατη και ο πόνος επίμονος και πολύ δυνατός. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όπου η φαρμακευτική αγωγή με τις κλασικές μεθόδους δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα, βρίσκουν εφαρμογή πρόσθετες αναλγητικές πρακτικές, γνωστές ως επεμβατικές αναλγητικές μέθοδοι.
Έχει φανεί πως η χρήση επεμβατικών μεθόδων στο πλαίσιο μίας πολυπαραγοντικής αντιμετώπισης του πόνου, όταν γίνεται από εξειδικευμένους γιατρούς ( αναισθησιολόγοι - αλγολόγοι) με μεγάλη σχετική εμπειρία, μπορεί να προσφέρει σε ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών ανακούφιση από τον επίμονο και ανθεκτικό σε άλλες θεραπείες πόνο. Η ανάπτυξη των ιατρείων πόνου προσέφερε το οργανωτικό πλαίσιο για την εξειδίκευση ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού στην αντιμετώπιση του πόνου.
Βασική προϋπόθεση για την επιτυχία των επεμβατικών μεθόδων είναι η καλή συνεργασία των ασθενών, που με τη σειρά της προϋποθέτει ότι αυτοί έχουν ενημερωθεί επαρκώς για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της μεθόδου που έχει επιλέξει γι’ αυτούς ο ειδικός γιατρός και για το πως μπορούν να προσαρμοστούν και να βοηθήσουν κατάλληλα.
Ως επεμβατική ορίζεται κάθε διαγνωστική ή θεραπευτική παρέμβαση που παραβιάζει την ακεραιότητα του περιβλήματος του σώματος, όπως όταν γίνεται χρήση νυστεριού ή βελόνας. Οι επεμβατικές μέθοδοι αναλγησίας στοχεύουν στην ανακούφιση του πόνου με τη χορήγηση φαρμάκων, όπως π.χ. τοπικά αναισθητικά, κορτιζονούχα, νευρολυτικά (αιθανόλη) ή με μικροχειρουργικές πρακτικές που στοχεύουν σε περιοχές του κεντρικού και περιφερικού νευρικού συστήματος ( περιφερικά νεύρα).
Οι ενδείξεις για τέτοιου είδους επεμβατικές διαδικασίες αφορούν επίμονους ισχυρούς πόνους που είναι συχνοί στη νόσο του καρκίνου, στην όσφυο- ισχιαλγία, σε αυχενικό σύνδρομο, μετά από εγχειρήσεις, σε διάφορες νευραλγίες ( π.χ. τριδύμου, μεθερπητική νευραλγία) κ.λ.π.
Οι διάφορες επεμβατικές μέθοδοι διαφέρουν στις επιμέρους τεχνικές τους.
Μία τεχνική είναι η τοποθέτηση ειδικού καθετήρα στα περιβλήματα του νωτιαίου μυελού και η έγχυση εντός αυτών αναλγητικών φαρμάκων. Αυτού του είδους η παρέμβαση μπορεί να γίνει αφήνοντας τον καθετήρα μέσα στους χώρους που υπάρχουν μεταξύ των περιβλημάτων του νωτιαίου μυελού και συνδέοντας το άλλο άκρο του καθετήρα με ένα μηχάνημα που χορηγεί το φάρμακο όταν ο ασθενής αισθανθεί να επανέρχεται ο πόνος του. Αυτή η ελεγχόμενη από τον ασθενή αναλγησία, μπορεί να γίνει και στο σπίτι, αρκεί ο ασθενής να ακολουθεί πιστά τις οδηγίες των θεραπόντων ιατρών του.
Μία άλλη τεχνική είναι να χορηγηθούν τα κατάλληλα φάρμακα ( π.χ. τοπικά αναισθητικά, κορτιζονούχα, αιθανόλη), μέσω ειδικών καθετήρων σε επιλεγμένα σημεία του σώματος όπου υπάρχουν τμήματα του νευρικού συστήματος που μεταφέρουν το ερέθισμα του πόνου από την περιοχή που δημιουργείται στον εγκέφαλο ( εκεί δηλ. όπου γίνεται αντιληπτό αυτό το δυσάρεστο αίσθημα). Επηρεάζοντας το μέσο με το οποίο μεταδίδεται και γίνεται αντιληπτός ο πόνος στον εγκέφαλο, ο ασθενής παύει πλέον να τον αισθάνεται ή τον αισθάνεται ελάχιστα. Τέτοια σημεία στη μετάδοση του αισθήματος του πόνου είναι το στέλεχος κάποιου νεύρου ή κάποιο γάγγλιο του συμπαθητικού συστήματος. Το που ακριβώς βρίσκονται αυτά τα σημεία στα οποία πρέπει να χορηγηθεί το φάρμακο είναι γνωστό στους ειδικούς, ενώ συχνά μπορεί να εντοπιστούν και με τη βοήθεια υπερήχων. Εξάλλου, συχνά, για να βεβαιωθεί ο ειδικός γιατρός ότι η βελόνα ή ο καθετήρας βρίσκονται στη σωστή θέση, πριν χορηγήσει το κατάλληλο φάρμακο, κάνει μία προσομοίωση του αποτελέσματος χορηγώντας τοπικό αναισθητικό, οπότε ο ασθενής νοιώθει τις αισθητικές απώλειες που προκαλούνται από το αναισθητικό στην περιοχή που πονά.
Μία προσθετη επεμβατική αναλγητική τεχνική για να μειωθεί ή να εξαλειφθεί το αίσθημα του πόνου, ένα είδος απονεύρωσης, είναι να “καταστραφούν” νευρικά στελέχη κοντά στην περιοχή όπου παράγεται ο πόνος μέσω ειδικών βελονών από τις οποίες περνούν ραδιοκύματα που προκαλούν αύξηση της θερμοκρασίας και θερμική καταστροφή των ιστών που έχουν επιλεχθεί να καταστραφούν Αντί για την πλήρη καταστροφή, με παρόμοια μεθοδολογία, μπορεί να προκληθούν βλάβες στα νεύρα τέτοιες που να εμποδίζουν μόνο την μετάδοση του αισθήματος του πόνου.
Τέλος, υπάρχουν και οι χειρουργικές ή μικροχειρουργικές παρεμβάσεις που χρησιμοποιούνται ολοένα και πιο σπάνια, στο βαθμό που οι προαναφερθείσες τεχνικές με τις στοχευμένες φαρμακευτικές χορηγήσεις έχουν βελτιώσει τον έλεγχο του πόνου κατά πολύ. Οι χειρουργικές ή μικροχειρουργικές θεραπείες είναι η χορδοτομή, η ριζοτομή κ.α. Αυτές συνοδεύονται από περισσότερες επιπλοκές και από επάνοδο του πόνου.
Οι επεμβατικές αναλγητικές πρακτικές πρέπει να γίνονται σε χειρουργικές αίθουσες, που εξασφαλίζουν τις καλύτερες προϋποθέσεις ασηψίας και ασφάλειας των ασθενών. Λίγες ώρες μετά την εφαρμογή της επεμβατικής μεθόδου, ο ασθενής μπορεί να λάβει εξιτήριο, αφού ελεγχθεί από τον ειδικό για τον πόνο γιατρό τόσο για η αποτελεσματικότητα της αναλγησίας όσο και η απουσία κάποιας επιπλοκής που χρήζει εντατικότερης επίβλεψης.
Ο θεράπων γιατρός θα καθορίσει το τι πρέπει να προσέχει ο ασθενής όταν αυτός επιστρέψει στην οικία του.