Μελάνωμα
Το μελάνωμα είναι μία μορφή καρκίνου του δέρματος που δημιουργείται από τα μελανοκύτταρα, ειδικά κύτταρα που βρίσκονται διάσπαρτα στις βαθύτερες στιβάδες της επιδερμίδας και τα οποία παράγουν μελανίνη, μία χρωστική στην οποία οφείλεται το μαύρισμα του δέρματος το καλοκαίρι. Η μελανίνη προστατεύει με την παρουσία της το σώμα από την έκθεση τους στις υπεριώδεις ακτινοβολίες Το ολοένα και πιο μαυριδερό δέρμα που παρατηρείται στους κατοίκους περιοχών όπου επικρατεί περισσότερη ηλιοφάνεια, οφείλεται στην αυξημένη δραστηριότητα των μελανοκυττάρων και όχι στον αυξημένο αριθμό τους. Με την πάροδο των χρόνων, το μαύρο δέρμα έγινε μόνιμο χαρακτηριστικό και κληρονομείται σε ανθρώπους που ζουν σε περιοχές εκτεθειμένες σε υψηλή ηλιοφάνεια.
Το μελάνωμα, σε αντίθεση με τα άλλα καρκινώματα του δέρματος, αποτελεί σοβαρή απειλή για την υγεία όποιου το παρουσιάσει, ιδιαίτερα αν δεν διαγνωστεί έγκαιρα.
Συνήθως εμφανίζεται σε ανθρώπους με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και οφθαλμούς, οι οποίοι δεν μαυρίζουν εύκολα, αλλά συνήθως εύκολα «καίγονται» αν εκτεθούν στην ηλιακή ακτινοβολία. Το μελάνωμα οφείλεται στην βλαπτική επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας στο DNA των μελανοκυττάρων. Είναι δε συχνότερο σε ανθρώπους που εργάζονται σε γραφεία και ξαφνικά εκτίθενται στον ήλιο, ιδίως στις καλοκαιρινές διακοπές τους. Επίσης, σε όσους μαυρίζουν με τη βοήθεια μηχανημάτων (solarium).
Ένας νέος ή,σπανιότερα, ένας προϋπάρχον μαυριδερός σπίλος (ελιά) που αρχίζει να αυξάνει σε μέγεθος, αλλάζει χρώμα και αγριεύει η επιφάνεια του πρέπει να θέτει σε εγρήγορση και να ζητείται η συμβουλή γιατρού, γιατί αυτά τα σημάδια συνδέονται είναι πιθανό να υποδεικνύουν την ύπαρξη μελανώματος.
Το μελάνωμα εμφανίζεται συνήθως στα άκρα και στον κορμό, χωρίς να αποκλείεται και η εμφάνιση του σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος ( ακόμα – εξαιρετικά σπάνια- και σε εσωτερικά όργανα). Ιδιαίτερης μνείας αξίζουν τα μελανώματα που εμφανίζονται στην κοίτη των νυχιών, στα πέλματα και στους οφθαλμούς ( τα μαύρα γυαλιά προσφέρουν την απαραίτητη βοήθεια σε όσους εκτίθενται στον ήλιο).
Η διάγνωση του μελανώματος γίνεται με την βιοψία της βλάβης (του σπίλου). Για το σκοπό αυτό είναι καλύτερα να αφαιρείται όλη η βλάβη και όχι ένα μέρος της.
Από την άλλη, κάθε μαυριδερός σπίλος (μελαγχρωματικός) που αφαιρείται για αισθητικούς λόγους συνιστάται να αποστέλλεται για βιοψία, έτσι που να αποκλειστεί η πιθανότητα να διαφύγει η διάγνωση του μελανώματος, κάτι που έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των ασθενών.
Το μελάνωμα, σε αντίθεση με τα άλλα καρκινώματα του δέρματος, αποτελεί σοβαρή απειλή για την υγεία όποιου το παρουσιάσει, ιδιαίτερα αν δεν διαγνωστεί έγκαιρα.
Συνήθως εμφανίζεται σε ανθρώπους με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και οφθαλμούς, οι οποίοι δεν μαυρίζουν εύκολα, αλλά συνήθως εύκολα «καίγονται» αν εκτεθούν στην ηλιακή ακτινοβολία. Το μελάνωμα οφείλεται στην βλαπτική επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας στο DNA των μελανοκυττάρων. Είναι δε συχνότερο σε ανθρώπους που εργάζονται σε γραφεία και ξαφνικά εκτίθενται στον ήλιο, ιδίως στις καλοκαιρινές διακοπές τους. Επίσης, σε όσους μαυρίζουν με τη βοήθεια μηχανημάτων (solarium).
Ένας νέος ή,σπανιότερα, ένας προϋπάρχον μαυριδερός σπίλος (ελιά) που αρχίζει να αυξάνει σε μέγεθος, αλλάζει χρώμα και αγριεύει η επιφάνεια του πρέπει να θέτει σε εγρήγορση και να ζητείται η συμβουλή γιατρού, γιατί αυτά τα σημάδια συνδέονται είναι πιθανό να υποδεικνύουν την ύπαρξη μελανώματος.
Το μελάνωμα εμφανίζεται συνήθως στα άκρα και στον κορμό, χωρίς να αποκλείεται και η εμφάνιση του σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος ( ακόμα – εξαιρετικά σπάνια- και σε εσωτερικά όργανα). Ιδιαίτερης μνείας αξίζουν τα μελανώματα που εμφανίζονται στην κοίτη των νυχιών, στα πέλματα και στους οφθαλμούς ( τα μαύρα γυαλιά προσφέρουν την απαραίτητη βοήθεια σε όσους εκτίθενται στον ήλιο).
Η διάγνωση του μελανώματος γίνεται με την βιοψία της βλάβης (του σπίλου). Για το σκοπό αυτό είναι καλύτερα να αφαιρείται όλη η βλάβη και όχι ένα μέρος της.
Από την άλλη, κάθε μαυριδερός σπίλος (μελαγχρωματικός) που αφαιρείται για αισθητικούς λόγους συνιστάται να αποστέλλεται για βιοψία, έτσι που να αποκλειστεί η πιθανότητα να διαφύγει η διάγνωση του μελανώματος, κάτι που έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των ασθενών.
Η αντιμετώπιση του μελανώματος είναι κατά βάση χειρουργική και περιλαμβάνει την ευρεία εκτομή του δέρματος της περιοχής που υπήρχε η βλάβη και, παράλληλα, την πραγματοποίηση βιοψίας του φρουρού λεμφαδένα, δηλ. του λεμφαδένα της περιοχής στον οποίο θα πρωτοεγκατασταθούν λεμφαδενικές μεταστάσεις, αν έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Συνήθως πρόκειται για λεμφαδένα στη βουβωνική χώρα, στον τράχηλο ή στη μασχάλη.
Η επέμβαση γίνεται με τοπική ή γενική αναισθησία ( η δεύτερη προτιμάται σε περιπτώσεις αφαίρεσης λεμφαδένα- λεμφαδένων).Σε περιπτώσεις βιοψίας φρουρού λεμφαδένα τοποθετείται κλειστή παροχέτευση.
Αν πριν από την επέμβαση υπάρχουν ψηλαφητοί λεμφαδένες ( και υπάρχει βάσιμη υπόνοια ότι αυτοί είναι διηθημένοι από το μελάνωμα) τότε πρέπει να γίνει λεμφαδενική κένωση, δηλ. αφαίρεση όλων των λεμφαδένων της περιοχής ή ακόμα πιο εκτεταμένη. Σε αυτή την περίπτωση, δεν συνηθίζεται η επέμβαση να γίνεται στο πλαίσιο της ημερήσιας νοσηλείας.
Επίσης, αν γίνει ταχεία βιοψία στον φρουρό λεμφαδένα και απ’ αυτήν προκύψει ότι αυτός είναι διηθημένος από καρκινικά κύτταρα, τότε η επέμβαση επεκτείνεται και αφαιρούνται όλοι οι λεμφαδένες της περιοχής ( λεμφαδενική κένωση). Αν αυτή η αφαίρεση αφορά την μασχάλη, τότε η νοσηλεία ημέρας μπορεί να είναι ασφαλής. Αν αφορά, όμως, τραχηλικούς ή βουβωνικούς λεμφαδένες, τότε ο ασθενής θα πρέπει να μεταφερθεί σε θάλαμο ανάρρωσης για πολυήμερη νοσηλεία ή να έχει προγραμματιστεί από την αρχή να μην νοσηλευθεί σε μονάδα ημερήσιας νοσηλείας.
Η αιμορραγία από το τραύμα (τόσο της εκτομής όσο και εκείνου της βιοψίας του φρουρού λεμφαδένα) καθώς και η εκδήλωση φλεγμονής σ' αυτά αποτελούν τις συνηθέστερες επιπλοκές.
Το εξιτήριο γίνεται μετά από έλεγχο των τραυμάτων και εφόσον εκπληρώνονται τα κριτήρια για την ασφαλή αναχώρηση του ασθενούς.
Στο σπίτι ο ασθενής ξεκουράζει το σκέλος που έγινε η επέμβαση. Αν πρόκειται για το κάτω άκρο, βοηθά η τοποθέτηση του σε ανάρροπη θέση. Επίσης, χρήσιμη σε επεμβάσεις που αφορούν τα κάτω άκρα, είναι η τοποθέτηση ελαστικής κάλτσας, για να μειωθεί ο κίνδυνος εμφάνισης θρομβοφλεβίτιδας. Οι επεμβάσεις για το φρουρό λεμφαδένα, αλλά και για λεμφαδενική κένωση παρόλο που είναι αιτίες να αισθανθεί εντονότερο πόνο ο ασθενής όταν κουνά το σκέλος, δεν πρέπει να εμποδίζουν τον ασθενή να το κινητοποιήσει.
Αν ο ασθενής παρατηρήσει πρήξιμο της περιοχής της εκτομής και της επέμβασης στους λεμφαδένες, αν υπάρξει ερυθρότητα και αυξημένη τοπικά θερμοκρασία, πρέπει να επικοινωνήσει με το γιατρό του. Επίσης το ίδιο ισχύει αν αισθανθεί αιφνίδιο πόνο στο άκρο ( συνηθέστερα στο κάτω άκρο) και πρήξιμο του.
Τα ράμματα αφαιρούνται μετά από 8 – 12 ημέρες.
Ο ασθενής λαμβάνει αναρρωτική άδεια για περίπου 4 εβδομάδες. Να ληφθεί υπόψη ότι αυτή μπορεί να παραταθεί, αν στη συνέχεια χρειαστεί είτε ο ασθενής να υποβληθεί σε νέα επέμβαση (αν δεν έχει γίνει ταχεία βιοψία του φρουρού λεμφαδένα και προκύψει στην κανονική βιοψία η ύπαρξη διήθησης του και αν στην ιστολογική εξέταση φανεί ότι υπάρχουν καρκινικά κύτταρα πολύ κοντά στην τομή της εκτομής). Επίσης, ο ασθενής μπορεί να υποβληθεί σε συμπληρωματικές θεραπείες, που με τη σειρά τους θα επηρεάσουν την ικανότητα εργασίας του.
Η επέμβαση γίνεται με τοπική ή γενική αναισθησία ( η δεύτερη προτιμάται σε περιπτώσεις αφαίρεσης λεμφαδένα- λεμφαδένων).Σε περιπτώσεις βιοψίας φρουρού λεμφαδένα τοποθετείται κλειστή παροχέτευση.
Αν πριν από την επέμβαση υπάρχουν ψηλαφητοί λεμφαδένες ( και υπάρχει βάσιμη υπόνοια ότι αυτοί είναι διηθημένοι από το μελάνωμα) τότε πρέπει να γίνει λεμφαδενική κένωση, δηλ. αφαίρεση όλων των λεμφαδένων της περιοχής ή ακόμα πιο εκτεταμένη. Σε αυτή την περίπτωση, δεν συνηθίζεται η επέμβαση να γίνεται στο πλαίσιο της ημερήσιας νοσηλείας.
Επίσης, αν γίνει ταχεία βιοψία στον φρουρό λεμφαδένα και απ’ αυτήν προκύψει ότι αυτός είναι διηθημένος από καρκινικά κύτταρα, τότε η επέμβαση επεκτείνεται και αφαιρούνται όλοι οι λεμφαδένες της περιοχής ( λεμφαδενική κένωση). Αν αυτή η αφαίρεση αφορά την μασχάλη, τότε η νοσηλεία ημέρας μπορεί να είναι ασφαλής. Αν αφορά, όμως, τραχηλικούς ή βουβωνικούς λεμφαδένες, τότε ο ασθενής θα πρέπει να μεταφερθεί σε θάλαμο ανάρρωσης για πολυήμερη νοσηλεία ή να έχει προγραμματιστεί από την αρχή να μην νοσηλευθεί σε μονάδα ημερήσιας νοσηλείας.
Η αιμορραγία από το τραύμα (τόσο της εκτομής όσο και εκείνου της βιοψίας του φρουρού λεμφαδένα) καθώς και η εκδήλωση φλεγμονής σ' αυτά αποτελούν τις συνηθέστερες επιπλοκές.
Το εξιτήριο γίνεται μετά από έλεγχο των τραυμάτων και εφόσον εκπληρώνονται τα κριτήρια για την ασφαλή αναχώρηση του ασθενούς.
Στο σπίτι ο ασθενής ξεκουράζει το σκέλος που έγινε η επέμβαση. Αν πρόκειται για το κάτω άκρο, βοηθά η τοποθέτηση του σε ανάρροπη θέση. Επίσης, χρήσιμη σε επεμβάσεις που αφορούν τα κάτω άκρα, είναι η τοποθέτηση ελαστικής κάλτσας, για να μειωθεί ο κίνδυνος εμφάνισης θρομβοφλεβίτιδας. Οι επεμβάσεις για το φρουρό λεμφαδένα, αλλά και για λεμφαδενική κένωση παρόλο που είναι αιτίες να αισθανθεί εντονότερο πόνο ο ασθενής όταν κουνά το σκέλος, δεν πρέπει να εμποδίζουν τον ασθενή να το κινητοποιήσει.
Αν ο ασθενής παρατηρήσει πρήξιμο της περιοχής της εκτομής και της επέμβασης στους λεμφαδένες, αν υπάρξει ερυθρότητα και αυξημένη τοπικά θερμοκρασία, πρέπει να επικοινωνήσει με το γιατρό του. Επίσης το ίδιο ισχύει αν αισθανθεί αιφνίδιο πόνο στο άκρο ( συνηθέστερα στο κάτω άκρο) και πρήξιμο του.
Τα ράμματα αφαιρούνται μετά από 8 – 12 ημέρες.
Ο ασθενής λαμβάνει αναρρωτική άδεια για περίπου 4 εβδομάδες. Να ληφθεί υπόψη ότι αυτή μπορεί να παραταθεί, αν στη συνέχεια χρειαστεί είτε ο ασθενής να υποβληθεί σε νέα επέμβαση (αν δεν έχει γίνει ταχεία βιοψία του φρουρού λεμφαδένα και προκύψει στην κανονική βιοψία η ύπαρξη διήθησης του και αν στην ιστολογική εξέταση φανεί ότι υπάρχουν καρκινικά κύτταρα πολύ κοντά στην τομή της εκτομής). Επίσης, ο ασθενής μπορεί να υποβληθεί σε συμπληρωματικές θεραπείες, που με τη σειρά τους θα επηρεάσουν την ικανότητα εργασίας του.