Ηρεμία ή άγχος για το εξιτήριο;
Όταν έρθει η ώρα της εξόδου από τη ΜΗΝ, οι περισσότεροι ασθενείς ήδη αισθάνονται τόσο καλά που ανυπομονούν να φύγουν. Ορισμένοι, ιδίως ύστερα από επεμβάσεις που δεν είναι ακόμα σύνηθες στη χώρα μας να γίνονται με ημερήσια νοσηλεία, μπορεί να αισθάνονται λιγότερο ή περισσότερο αγχωμένοι.
Το άγχος της εξόδου είναι φυσιολογικό , στο βαθμό που η παραμονή στο νοσοκομείο δίνει την αίσθηση της μεγαλύτερης ασφάλειας. Όμως, όπως η πείρα έχει δείξει, σ’ όλα τα μέρη του κόσμου και στην Ελλάδα, οι φόβοι ανασφάλειας είναι αβάσιμοι. Οι επεμβάσεις που μπορούν να γίνουν σε ΜΗΝ έχουν μελετηθεί και έχει φανεί πως συνδέονται με μικρά ποσοστά μετεγχειρητικών επιπλοκών, οι οποίες από τη μια αν είναι πιο σοβαρές εκδηλώνονται μέσα σε λίγες ώρες από το τέλος της επέμβασης ( π.χ. μια αιμορραγία) όσο ο ασθενής νοσηλεύεται ακόμα στην μονάδα, ενώ από την άλλη αν είναι μικρού βαθμού, αντιμετωπίζονται συνήθως ( ανεξάρτητα με ποια πρακτική νοσηλεύτηκε ο ασθενής) σε εξωτερική βάση ( εκτός νοσοκομείου).
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: στα έξι χρόνια λειτουργίας της ΜΗΝ του Άγιου Σάββα,μετά από χιλιάδες επεμβάσεις, ούτε μία φορά δεν επανήλθε ασθενής στο νοσοκομείο μετά το εξιτήριο του γιατί εμφάνισε κάποια επιπλοκή.
Η νοσοκομειακή υποδομή είναι απαραίτητη για σοβαρά ασθενείς ή για όσους έχουν υποβληθεί σε μεγάλες επεμβάσεις που ενέχουν κινδύνους επιπλοκών ικανών να απειλήσουν τη σωματική ακεραιότητα ή τη ζωή των ασθενών αν δεν υπάρξει άμεση ιατρική παρέμβαση. Για ασθενείς, όμως, όπως αυτοί που νοσηλεύονται στην ΜΗΝ, που δεν κινδυνεύουν, αλλά απλώς αναρρώνουν από την επέμβαση, το νοσοκομείο δεν είναι το καλύτερο μέρος για την περίπτωση τους. Ο κίνδυνος ενδονοσοκομειακής λοίμωξης ( με νοσοκομειακά μικρόβια, που είναι από τα πιο επιθετικά), το αυξημένο ποσοστό φλεβοθρομβώσεων και οι μεγαλύτερες πιθανότητες ψυχολογικής επιβάρυνσης από την επαφή τους με βαριά ασθενείς, σε συνδυασμό με την αδυναμία ξεκούρασης από το συνεχές πηγαινε- έλα του προσωπικού που ασχολείται ( και δικαίως) με τους βαριά ασθενείς και όχι με περιπτώσεις όπως αυτές που χειρουργούνται στην ΜΗΝ, κάνουν την ενδονοσοκομειακή παραμονή λιγότερο ελκυστική, από εκείνη που προσφέρουν οι συνθήκες του σπιτιού, όπου ο ασθενής αισθάνεται άνετα ακολουθώντας τις γνώριμες συνήθειες του και έχοντας δίπλα του τους οικείους του.
Το άγχος της εξόδου είναι φυσιολογικό , στο βαθμό που η παραμονή στο νοσοκομείο δίνει την αίσθηση της μεγαλύτερης ασφάλειας. Όμως, όπως η πείρα έχει δείξει, σ’ όλα τα μέρη του κόσμου και στην Ελλάδα, οι φόβοι ανασφάλειας είναι αβάσιμοι. Οι επεμβάσεις που μπορούν να γίνουν σε ΜΗΝ έχουν μελετηθεί και έχει φανεί πως συνδέονται με μικρά ποσοστά μετεγχειρητικών επιπλοκών, οι οποίες από τη μια αν είναι πιο σοβαρές εκδηλώνονται μέσα σε λίγες ώρες από το τέλος της επέμβασης ( π.χ. μια αιμορραγία) όσο ο ασθενής νοσηλεύεται ακόμα στην μονάδα, ενώ από την άλλη αν είναι μικρού βαθμού, αντιμετωπίζονται συνήθως ( ανεξάρτητα με ποια πρακτική νοσηλεύτηκε ο ασθενής) σε εξωτερική βάση ( εκτός νοσοκομείου).
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: στα έξι χρόνια λειτουργίας της ΜΗΝ του Άγιου Σάββα,μετά από χιλιάδες επεμβάσεις, ούτε μία φορά δεν επανήλθε ασθενής στο νοσοκομείο μετά το εξιτήριο του γιατί εμφάνισε κάποια επιπλοκή.
Η νοσοκομειακή υποδομή είναι απαραίτητη για σοβαρά ασθενείς ή για όσους έχουν υποβληθεί σε μεγάλες επεμβάσεις που ενέχουν κινδύνους επιπλοκών ικανών να απειλήσουν τη σωματική ακεραιότητα ή τη ζωή των ασθενών αν δεν υπάρξει άμεση ιατρική παρέμβαση. Για ασθενείς, όμως, όπως αυτοί που νοσηλεύονται στην ΜΗΝ, που δεν κινδυνεύουν, αλλά απλώς αναρρώνουν από την επέμβαση, το νοσοκομείο δεν είναι το καλύτερο μέρος για την περίπτωση τους. Ο κίνδυνος ενδονοσοκομειακής λοίμωξης ( με νοσοκομειακά μικρόβια, που είναι από τα πιο επιθετικά), το αυξημένο ποσοστό φλεβοθρομβώσεων και οι μεγαλύτερες πιθανότητες ψυχολογικής επιβάρυνσης από την επαφή τους με βαριά ασθενείς, σε συνδυασμό με την αδυναμία ξεκούρασης από το συνεχές πηγαινε- έλα του προσωπικού που ασχολείται ( και δικαίως) με τους βαριά ασθενείς και όχι με περιπτώσεις όπως αυτές που χειρουργούνται στην ΜΗΝ, κάνουν την ενδονοσοκομειακή παραμονή λιγότερο ελκυστική, από εκείνη που προσφέρουν οι συνθήκες του σπιτιού, όπου ο ασθενής αισθάνεται άνετα ακολουθώντας τις γνώριμες συνήθειες του και έχοντας δίπλα του τους οικείους του.